πουκαμισάς

πουκαμισάς
ο, θηλ. πουκαμισού, Ν
αυτός που ράβει πουκάμισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουκάμισο + κατάλ. επαγγελματικών ουσ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πουκαμισάς — ο θηλ. μισού ο κατασκευαστής πουκάμισων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουκαμισάδικο — το, Ν 1. εργαστήριο κατασκευής, υποκαμίσων 2. κατάστημα πώλησης υποκαμίσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πουκαμισαδ τού πληθ. τού πουκαμισάς + κατάλ. ικο (πρβλ. ραφτ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • Λαρμπό, Βαλερί — (Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”